- τραχεόφυτα
- τα, Νβοτ. διαίρεση που περιλαμβάνει όλα τα φυτά τα οποία περιέχουν αγωγό ιστό, δηλαδή ξύλωμα και φλοίωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tracheophyta < τραχεία + φυτό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ετερογαμία — Τρόπος αμφιγονικής αναπαραγωγής, κατά την οποία οι συναπτόμενοι γαμέτες προέρχονται από διαφορετικά άτομα. Η ε. μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανισογαμία αν υπάρχει διαφορά μεγέθους και μορφής μεταξύ των γαμετών ή μεταξύ των γεννητικών κυττάρων των… … Dictionary of Greek
κρυπτόγαμα — Όρος που αποδίδεται σε φυτά που αναπαράγονται με σπόρια και όχι με σπέρματα. Ο όρος εμφανίστηκε κατά τον 19ο αι., για να χαρακτηρίσει φυτά των οποίων τα όργανα αναπαραγωγής δεν ήταν εμφανή, σε αντίθεση με τα φυτά που παράγουν σπέρματα, όπου η… … Dictionary of Greek
σφηνόψιδα — και εσφ. τ. σφενόψιδα, τα, Ν βοτ. κλάση πρωτόγονων φυτών που ανήκει στη διαίρεση τραχεόφυτα και παραδοσιακά ταξινομείται στα πτεριδόφυτα … Dictionary of Greek
φύκος — το / φῡκος, ύκους και ύκεος, ΝΜΑ, και φούκος, ο, Ν συν. στον πληθ. τα φύκη βοτ. πολυποίκιλη ομάδα αυτότροφων οργανισμών, χωρίς αγωγό ιστό, στην οποία ανήκουν κατά κύριο λόγο υδρόβια φυτά που χαρακτηρίζονται από σχετικά μικρή διαφοροποίηση τών… … Dictionary of Greek